- ἄκυρος
- ἄκῡρος , ἄκυροςwithout authoritymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άκυρος — η, ο (AM ἄκυρος, ον) αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια μσν. φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
άκυρος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει κύρος, αυτός που καταργήθηκε: Ο νόμος αυτός είναι πια άκυρος. 2. αυτός για τον οποίο δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του νόμου: Το συμβόλαιο αυτό όπως έγινε είναι άκυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκυρότερον — ἀκῡρότερον , ἄκυρος without authority adverbial comp ἀκῡρότερον , ἄκυρος without authority masc acc comp sg ἀκῡρότερον , ἄκυρος without authority neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διγαμία — Η τέλεση δεύτερου γάμου πριν από την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του πρώτου. Ο γάμος αυτός είναι άκυρος, αλλά παράλληλα τιμωρείται και ως ποινικό αδίκημα με φυλάκιση. Η ποινική τιμωρία αφορά τόσο τον έγγαμο όσο και εκείνον που συνάπτει μαζί του νέο … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek
ἀκυροτάτων — ἀκῡροτάτων , ἄκυρος without authority fem gen superl pl ἀκῡροτάτων , ἄκυρος without authority masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυροτέρα — ἀκῡροτέρᾱ , ἄκυρος without authority fem nom/voc/acc comp dual ἀκῡροτέρᾱ , ἄκυρος without authority fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυροτέρας — ἀκῡροτέρᾱς , ἄκυρος without authority fem acc comp pl ἀκῡροτέρᾱς , ἄκυρος without authority fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυροτέρων — ἀκῡροτέρων , ἄκυρος without authority fem gen comp pl ἀκῡροτέρων , ἄκυρος without authority masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυρότατα — ἀκῡρότατα , ἄκυρος without authority adverbial superl ἀκῡρότατα , ἄκυρος without authority neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)